- στασιάζει
- στασιάζωto be at variancepres ind mp 2nd sgστασιάζωto be at variancepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λησταντάρτης — ο, θηλ. λησταντάρτισσα ληστής που στασιάζει κατά τού κράτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + αντάρτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Επ. Κ. Κυριακίδη] … Dictionary of Greek
λυάζει — (Α) [λύη] (κατά τον Ησύχ.) «φλυαρεῑ, μωρολογεῑ, στασιάζει» … Dictionary of Greek
συναποστάτης — ὁ, Α [ἀποστάτης] αυτός που στασιάζει μαζί με άλλον … Dictionary of Greek
στασιαστής — ο αυτός που στασιάζει: Οι στασιαστές καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)